συμπάθεια

συμπάθεια
η, ΝΜΑ και ποιητ. τ. συμπαθία και ιων. τ. συμπαθίη Α [συμπαθής]
1. η συμμετοχή στον ψυχικό πόνο, στη λύπη που κάποιος άλλος νιώθει, το να συμπάσχει κανείς, συμπόνια (α. «απέσπασε τη συμπάθεια όλων λόγω τής τελευταίας του ταλαιπωρίας» β. «παῑδας, νηπίους, γυναῑκας, πρεσβύτας ἐφόνευον, οὐδεμίαν συμπάθειαν λαμβάνοντες», Διόδ. Σ.)
2. ιατρ. μεταβολή, κατά κανόνα παθολογική, που εμφανίζεται σε ένα όργανο τού σώματος σε περίπτωση βλάβης ή διαταραχής ενός όμοιου με αυτό όργανο, όπως λ.χ. συμβαίνει στα μάτια
νεοελλ.
1. ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια για ένα πρόσωπο, μια προσπάθεια ή μια κατάσταση («δεν τρέφω καμιά συμπάθεια για τέτοιου είδους ιδέες»)
2. ψυχική έλξη, αίσθημα τρυφερότητας ή ερωτικό ενδιαφέρον (α. «τρέφει συμπάθεια για τα ζώα» β. «τή βλέπει με πολλή συμπάθεια τελευταία»)
3. πρόσωπο ή πράγμα το οποίο συγκεντρώνει το ενδιαφέρον («αυτό το κορίτσι είναι η συμπαθειά του»)
μσν.
1. ταυτότητα φαινομένων ή ιδιοτήτων σε δύο ή περισσότερα πράγματα («ἄξιον μὴ παραλιπεῑν τὴν τῆς ἐλαίας πρὸς τὴν ἄμπελον συμπάθειαν», Γεωπ.)
2. κληροδότημα
αρχ.
1. κοινότητα αισθημάτων, ομοιότητα ψυχικής διάθεσης ή συναισθημάτων
2. (στη φιλοσ. τού Επικούρου) αντιστοιχία φύσεως, πάθους ή ποιότητας, αναλογία
3. (στη στωική φιλοσ.) συγγένεια
4. μουσ. η ταυτόχρονη κρούση τών χορδών
5. αστρολ. η αρμονία που διέπει την κίνηση διαφόρων ουράνιων σωμάτων
6. γραμμ. αναλογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπαθεία — συμπαθείᾱ , συμπάθεια fellow feeling fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθείᾳ — συμπαθείᾱͅ , συμπάθεια fellow feeling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπάθεια — fellow feeling fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπάθεια — η 1. οίκτος: Η τραγική κατάσταση των προσφύγων προκάλεσε τη συμπάθεια όλων. 2. ψυχική έλξη, ενδιαφέρον: Δεν κρύβει τη συμπάθειά της προς αυτόν. 3. κατανόηση, φιλική διάθεση: Ζήτησε από τους κριτικούς να δουν με συμπάθεια το έργο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπαθείας — συμπαθείᾱς , συμπάθεια fellow feeling fem acc pl συμπαθείᾱς , συμπάθεια fellow feeling fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπάθεια — συμπάθεια , συμπάθεια fellow feeling fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθείαι — συμπαθείᾱͅ , συμπάθεια fellow feeling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθειῶν — συμπάθεια fellow feeling fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθείαις — συμπάθεια fellow feeling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθείης — συμπάθεια fellow feeling fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”